- επικραίνω
- ἐπικραίνω (Α)εκπληρώνω, επιτελώ, εκτελώ, φέρω εις πέρας («ἠδ’ ἔτι καὶ νῡν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ», Ομ. Ιλ.)2. παθ. ἐπικραίνομαικατασκευάζομαι, γίνομαι, εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών», Αισχύλ.)3. διευθύνω, κυβερνώ4. προορίζω, προκαθορίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κραίνω «επιτελώ»].
Dictionary of Greek. 2013.